Του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940)
«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;
Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.
«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;
Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.
Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι
βγάνει φωτιά.
Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά!
Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά!
Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο
να ένα δεντρί...
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου,
δροσιά να βρει.
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου,
δροσιά να βρει.
Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του
και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης,
γιατί, γιατί;
και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης,
γιατί, γιατί;
«Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;»
«Στα δυο χωριά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!»
«Στα δυο χωριά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!»
«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,
γι' αυτό είμαι δω.
Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,
γι' αυτό είμαι δω.
Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες...
για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ' είναι βαρύς».
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ' είναι βαρύς».
«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι
να δροσιστείς».
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός...
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός...
Να το χινόπωρο, να οι μπόρες,
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.
«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο,
το σπλαχνικό,
που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;»
το σπλαχνικό,
που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;»
Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
- τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.
- τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.
«Φρύγανο και κλαρί του πήρες
και τις δροσιές
Και το ρετσίνι του ποτάμι
απ΄ τις πληγές.
και τις δροσιές
Και το ρετσίνι του ποτάμι
απ΄ τις πληγές.
Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,
ως τη χρονιά,
Που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!»
ως τη χρονιά,
Που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!»
«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ...
την προσκυνώ,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ...
Η μάνα μου θα περιμένει
κι έχω βοσκή...
Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι
κι έχω βοσκή...
Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι
και τι εποχή;
Ξεκίνησα το καλοκαίρι
-να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας
μεσοστρατίς.
-να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας
μεσοστρατίς.
Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο,
που τρέχει εμπρός.
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο,
που τρέχει εμπρός.
Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»
Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι...
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.
Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά.
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά.-
φωνή καμιά.
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά.-